ύπατος

ύπατος
Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία.
* * *
(I)
-η, -ο / ὕπατος, -άτη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II)
νεοελλ.
φρ. «ύπατος αρμοστής»
i) (παλαιότερα) ανώτατος άρχων με ευρύτατη δικαιοδοσία
ii) τίτλος ανώτατων αξιωματούχων διεθνών οργανισμών (α. «ύπατος αρμοστής τών Ηνωμένων Εθνών για την πόλη Δάντσιχ» β. «ύπατος αρμοστής τού ΟΗΕ για τους πρόσφυγες»)
iii) τίτλος που έφεραν οι Βρετανοί Κυβερνήτες στις βρετανικές αποικίες («ύπατος αρμοστής τής Κύπρου»)
β) «Ύπατη Αρμοστεία τού ΟΗΕ για τους πρόσφυγες» — οργάνωση τού ΟΗΕ που ιδρύθηκε το 1951 και αντικατέστησε τη Διεθνή Οργάνωση για τους Πρόσφυγες, έχει δε ως αποστολή της την προάσπιση τών θεμελιωδών δικαιωμάτων τών προσφύγων και την επίλυση τών προβλημάτων τους συμμετέχοντας στη χρηματοδότηση, την προπαρασκευή και τον συντονισμό τών μέτρων περίθαλψής τους και εδρεύει στη Γενεύη
νεοελλ.-αρχ.
μυθ. μια από τις επικλήσεις τού Διός που λατρευόταν στο όρος Ύπατο τής Βοιωτίας
αρχ.
1. (για τόπο) ακρότατος, υψηλότατος («ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν» — τοποθέτησαν τον νεκρό στο ανώτατο άκρο τής πυράς, Ομ. Ιλ.)
2. κατώτατος
3. έσχατος, απώτατος
4. (για χρόνο) ύστατος, τελευταίος
5. (για ποιότητα) άριστος
6. το θηλ. ως ουσ. βλ. ὑπάτη
7. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὕπατοι
οι άνω θεοί, σε αντιδιαστολή προς τους χθόνιους θεούς·8. φρ. «ὕπατος πρὸς ἀρετήν» — αυτός που διακρίνεται κατ' εξοχήν για την αρετή του (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα τών προθέσεων ὑπό* και ὑπέρ* με κατάλ. -ατος, αναλογικά προς τα δέκ-ατος, ἔσχ-ατος (βλ. και λ. -τος) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. upama- και το λατ. summus, τα οποία εμφανίζουν διαφορετικό επίθημα σε -mo- (για την εναλλαγή αυτή στα επιθήματα βλ. και -τος)].
————————
(II)
ο / ὕπατος, ΝΜΑ
1. (στην αρχ. Ρώμη) ανώτατος αξιωματούχος τής ρωμαϊκής πολιτείας τών δημοκρατικών χρόνων
2. (στο Βυζ.) α) τίτλος ανώτατου αξιωματούχου, ο οποίος καταργήθηκε από τον Ιουστινιανό το 541
β) τίτλος που έφεραν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες·γ) τίτλος οφφικίου τής βυζαντινής Αυλής
νεοελλ.
τίτλος ανώτατου άρχοντα στη Γαλλία κατά τους πριν την πρώτη αυτοκρατορία χρόνους
αρχ.
1. ανθύπατος
2. υπατικός (α. «τὰν ὕπαταν ἀρχάν», Ανθ. Παλ.
β. «Φούλβιος Ῥωμαίων ὕπατος Ἑρδονίαν ἐπολιόρκει», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. ὕπατος (στρατηγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ὕπατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατος — highest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπατος, -η — ο 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος: Ύπατα αξιώματα. 2. το αρσ. ως ουσ., ύπατος ο ένας από τους δύο ανώτατους άρχοντες στο ρωμαϊκό κράτος, καθώς και τίτλος του ανώτατου άρχοντα στη Γαλλία πριν από την ανακήρυξη της αυτοκρατορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ύπατος, Ιωάννης — Μεταβυζαντινός ζωγράφος του 17ου αι. Στα 1682 διακόσμησε τον νάρθηκα της μονής της Καισαριανής με πολυπρόσωπες συνθέσεις κατά τα παλαιολόγεια πρότυπα …   Dictionary of Greek

  • Ὑπάτω — Ὕπατος masc nom/voc/acc dual Ὕπατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτω — ὕπατος highest masc/neut nom/voc/acc dual ὕπατος highest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτων — ὕπατος highest fem gen pl ὕπατος highest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπατον — ὕπατος highest masc acc sg ὕπατος highest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάταις — ὕπατος highest fem dat pl ὑπάτη the highest of the three strings fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”